Έλληνες οπλίτες και αξιωματικοί αιχμάλωτοι των συμμοριτών

Χωρίς τίτλο.jpg

Μία από τις πιο άγνωστες και μαύρες ιστορίες του συμμοριτοπόλεμου αφορά τις συνθήκες σκλαβιάς που έζησαν οι όμηροι που πήραν μαζί τους κατά την άτακτη υποχώρηση τους στην Αλβανία μετά την ήττα στον Γράμμο, οι δυνάμεις των συμμοριτών.

Oι τύχες των επισήμως “ανύπαρκτων” προσφύγων από την Ελλάδα   στερούνται μέχρι σήμερα του αρμόζοντος ιστορικού ενδιαφέροντος.

1949 Στρατιωτική συντριβή του Δ.Σ.Ε. και του κομμουνισμού στον Γράμμο. (Δ.Σ. Ελλάδος; Αν ήταν «Ελλάδος» δεν θα έγραφαν τα συνθήματά τους στα σλάβικα. ΚΟΕΜ (Κομματική Οργάνωση Μακεδονίας Αιγαίου).

Την άνοιξη του 1949 οι συμμορίτες σε μάχες με την  75η Ταξιαρχία, πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες που προκάλεσαν κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν αξιωματικούς και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού. Οι αιχμάλωτοι αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για εργασίες στην επικράτεια που έλεγχε ο ΔΣΕ κάτω από άγρυπνη επίβλεψη των φρουρών τους.

Στην Αλβανία

Μετά την κατάρρευση των συμμοριτών τον Αύγουστο του 1949, οι συμμορίτες  περνούν στην Αλβανία. Μαζί τους υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν  και οι αιχμάλωτοι οπλίτες και αξιωματικοί, αιχμάλωτοι ενός στρατού (του ΔΣΕ) που πια δεν υπήρχε.

Οι αιχμάλωτοι του ΔΣΕ οδηγούντο σε στρατόπεδο εργασίας κοντά στα Τίρανα. Η απανθρωπιά των Αλβανών συμπεριελάμβανε πολύωρη καθημερινή εργασία σε κατασκευή κτιρίων, άνοιγμα αποστραγγιστικών αυλακιών, εργασία σε συνεταιριστικά αγροκτήματα και σε μεγάλα έργα διευθέτησης του ποταμού Ντρίνα (Δρίνος). Καταναγκαστικά έργα. Η συνήθης τακτική των μπολσεβίκων, όπως έπραξαν και οι Βούλγαροι κατακτητές στην κατοχή που χρησιμοποίησαν Έλληνες (« Ντουρτουβάκια») για την κατασκευή έργων.

Ένα τμήμα αυτών των αιχμαλώτων έζησαν σ’ αυτές τις συνθήκες για επτά και κάποιοι για οκτώ χρόνια. Το 1956 βρέθηκε μια φόρμουλα επαναπατρισμού, με το σόφισμα ότι «εισήλθαν παράνομα στο έδαφος της Αλβανίας» και σαν τέτοιους οι Αλβανοί τους απέλασαν.

Ο Νίκος Μήτσης, συμμορίτης του ΔΣΕ που κατέφυγε στην Τασκένδη σε μαρτυρία του αναφέρει ότι μαζί με τους πολιτικούς πρόσφυγες στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν μεταφέρθηκαν και έζησαν για χρόνια και αιχμάλωτοι στρατιώτες και αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού!

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο νεαρός τότε γιατρός – και μετέπειτα γνωστός χειρούργος στην Αθήνα – Νικήτας Αγαπητίδης ο οποίος κατέγραψε την εμπειρία του στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αιχμαλωσίας (1949 – 1956). Εθελοντής οπλίτης από τα Δωδεκάνησα θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους αντάρτες έξω από την Πυρσόγιαννη, την ώρα που χειρουργούσε.

Στο βιβλίο αναφέρονται οι άθλιες συνθήκες κράτησης σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως χωρίς τις ελάχιστες συνθήκες υγιεινής και με μηδαμινές μερίδες φαγητού καθώς και η εξοντωτική εργασία από την ανατολή έως την δύση του ήλιου που οδήγησε αρκετούς συμπατριώτες μας στον θάνατο.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά υπήρχαν περιπτώσεις όπου «τους κρατούμενους, εκτός από τις τιμωρίες, τους στέλνουν να κάνουν και βαριές δουλειές, πολλές φορές άσκοπες. Τους βάζουν να μπουν σε βάλτους για να κόψουν βούρλα, άλλα οι βάλτοι είναι γεμάτοι βδέλλες και σε λίγο από τα πόδια τους αρχίζουν να τρέχουν αίματα».

Γίνονται αναφορές για προσπάθειες απόδρασης, οι οποίες μεταφράστηκαν σε αρκετά χρόνια φυλάκισης και για σαδιστές επικεφαλής οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν ως «σαμποτέρ στο όραμα του σοσιαλισμού».

Στην Τσεχοσλοβακία

Ο κύριος όγκος των αιχμαλώτων οδηγήθηκε στην Τσεχοσλοβακία μαζί με ομάδες συμμοριτών. Η αποστολή τους πραγματοποιήθηκε από τη θάλασσα. Κατευθύνθηκαν στο πολωνικό λιμάνι Γκντύνια και από κει σιδηροδρομικά στο τσεχοσλοβάκικο έδαφος. Οι «μοναρχοφασίστες” αιχμάλωτοι (έτσι αποκαλούνται στα κρατικά αρχεία της Πράγας) -ο συνολικός αριθμός των οποίων ανερχόταν σε 200 με 300 άτομα  – τέθηκαν υπό τον αυξημένο έλεγχο της επιτροπής του ΚΚΕ στην Τσεχοσλοβακία, καθώς και των οργάνων ασφαλείας.

Σε έκθεση της υπεύθυνης για την παραλαβή, Μαρίας Τελένοβα, αναφέρεται: «Οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους ήταν ντυμένοι με στρατιωτικές στολές. Προκειμένου το γεγονός να συγκαλυφθεί τους ντύσαμε ήδη στη Γδύνια με εργατικές φόρμες τις οποίες μεταφέραμε εκεί για αυτόν τον σκοπό».

Ανω των 12.000 προσφύγων από την Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών) βρίσκονταν τότε στην Τσεχοσλοβακία.

Η κομματική πολιτική καθοδήγηση της ελληνικής προσφυγιάς στην Τσεχοσλοβακία από την άνοιξη του 1950 άρχισε να συντάσσει, κατόπιν σχετικού αιτήματος στελεχών του ΚΚΤσ., καταλόγους υπόπτων και μη φερέγγυων Ελλήνων. Σ’ αυτούς οι «μοναρχοφασίστες αιχμάλωτοι» χαρακτηρίζονταν ως πλέον επικίνδυνα άτομα και εντάσσονταν στην κατηγορία αυτών που έπρεπε να βρίσκονται κάτω από αυστηρό έλεγχο. Δηλαδή επισήμως η ηγεσία του ΚΚΕ στην Τσεχοσλοβακία «έδινε» Έλληνες στους Τσεχοσλοβάκους.

Η πέμπτη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποδέχθηκε, την 1η Δεκεμβρίου 1950, βάσει σχετικής σύστασης της λεγόμενης Ειδικής Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια (ΠΝ8ΩΟΒ) την απόφαση 382 Α (1950), η οποία επεσήμανε ότι, εξαιρουμένης της Γιουγκοσλαβίας, όλες οι υπόλοιπες χώρες εξακολουθούσαν να κρατούν αιχμάλωτους οπλίτες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Συνιστούσε στα εν λόγω κράτη να προχωρήσουν άμεσα σε επαναπατρισμό όλων των Ελλήνων στρατιωτικών που θα εκδήλωνάν την επιθυμία για επιστροφή στην πατρίδα. Το έγγραφο παράλληλα καλούσε τις διεθνείς οργανώσεις του Ερυθρού Σταυρού να συμβάλουν στην εφαρμογή της απόφασης.

Οι χώρες του σοβιετικού στρατοπέδου, δεν δέχθηκαν, καταψηφίζοντας την εν λόγω απόφαση, με τον ισχυρισμό ότι το ψηφισμένο έγγραφο είναι συκοφαντικό και αναληθές, καθώς κανένας αιχμάλωτος ‘Ελληνας στρατιώτης δεν βρίσκεται στις χώρες του “στρατοπέδου της ειρήνης” και πως όλοι οι φυγάδες από την Ελλάδα δεν είναι παρά πολιτικοί πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, λόγω της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας, και ότι στις νέες εστίες τους ζουν ελεύθερα και εθελοντικά, κάνοντας χρήση του δικαιώματος του ασύλου.

Ορισμένοι όμως από τους λεγόμενους μοναρχοφασίστες στρατιώτες κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν απευθείας επαφή με την ελληνική διπλωματική αποστολή στην Πράγα και να απόκτήσουν διαβατήρια για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.

Οι εκπρόσωποι του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας αντιλαμβάνονταν ότι πιθανή έξοδος των κρατούμενων Ελλήνων στρατιωτών από τη χώρα θα έδινε το τελικό χτύπημα στον ισχυρισμό ότι η Τσεχοσλοβακία δεν κρατά κανέναν ‘Ελληνα πολίτη.

Το Διεθνές Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΤσ., σε αναφορά του στις 6 Ιουνίου 1951, υπογράμμιζε ότι “Σύμφωνα με διαπίστωσή μας μεταξύ των φυγάδων που εγκατέλειψαν την χώρα μας με ελληνικά γνήσια διαβατήρια συμπεριλαμβάνονται κυρίως άτομα από τις τάξεις των πρώην μοναρχοφασιστών αιχμαλώτων και άλλα αφερέγγυα στοιχεία, για τα οποία ενημερώσαμε νωρίτερα τα όργανα ασφαλείας, διότι ενεργούσαν διαβρωτικά στις τάξεις της ελληνικής και μακεδονικής προσφυγιάς αναπτύσσοντας μάλλον και κατασκοπευτική δραστηριότητα”.

Βάσει μυστικών οδηγιών που εξέδωσε η Διοίκηση της Κρατικής Ασφάλειας, οι μονάδες συνοριακού ελέγχου θα έπρεπε να κρατούν και να οδηγούν σε ανάκριση κάθε Έλληνα που, επιδεικνύοντας ελληνικό διαβατήριο, θα επιχειρούσε να αναχωρήσει από την Τσεχοσλοβακία (Αρχείο υπουργείου Εσωτερικών Τσεχίας). Σε πρακτική εφαρμογή αυτή η οδηγία τέθηκε για πρώτη φορά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 1951, όταν ομάδα 26 πρώην Ελλήνων στρατιωτών, που μέχρι τότε διέμεναν στο Βιρ, επιχείρησαν να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους.

Οι Έλληνες συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στην Πράγα και τα όργανα του τμήματος για την πολιτική προσφυγιά της Δύσης του 1ου Τομέα της Κρατικής Ασφάλειας τους ανέκριναν με τη βοήθεια μεταφραστή.

Διαπιστώθηκε ότι τα διαβατήρια τα εξέδωσε ο ‘Ελληνας πρόξενος στην Πράγα, Ιωαννίδης, ο οποίος επιπλέον τους εξασφάλισε αμερικανικές βίζες για τη διέλευσή τους στη Γερμανία, καθώς και δωρεάν εισιτήρια μέχρι τη Φραγκφούρτη.

Οι εκπρόσωποι της Κρατικής Ασφάλειας, μελετώντας την αποτροπή επανάληψης παρόμοιων επεισοδίων διαφυγής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όλοι οι ”Ελληνες “μοναρχοφασίστες” θα πρέπει να απομονωθούν από τους υπόλοιπους πρόσφυγες και να συγκεντρωθούν σε ειδικό στρατόπεδο, όπου θα βρίσκονταν υπό αυξημένη επιτήρηση. 17 άτομα από την ομάδα των 26, επαναπροωθήθηκαν στο εργοτάξιο Βιρ της Μοράβιας.

Με βάση μια πληροφορία, την οποία εμπιστευτικά παρείχε ο πολιτικός καθοδηγητής της ελληνικής προσφυγιάς στις αρχές Ιουλίου 1952 στην επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΤσ. Μ. Μπαράμοβα και με την οποία “οι ‘Ελληνες μοναρχοφασίστες αιχμάλωτοι προετοιμάζουν προβοκατόρικη διαδήλωση μπροστά από την Ελληνική Πρεσβεία στην Πράγα με σκοπό να πιέσουν τις τσεχοσλοβάκικες αρχές να τους επιτρέψουν την άμεση επιστροφή τους στην πατρίδα, οι Τσεχοσλοβάκοι  επεξεργάστηκαν πρόταση για την εγκατάσταση των Ελλήνων μοναρχοφασιστών αιχμαλώτων στο λατομείο Γιάκουμπτσοβιτσε κοντά στην Οπάβα.

Έτσι στις 20 Αυγούστου 1952, όργανα της Κρατικής Ασφάλειας συνέλαβαν στο εργοτάξιο του φράγματος στο Βιρ 34 άτομα. Τις επόμενες ημέρες συνελήφθη σε διαφορετικά σημεία της χώρας μεγαλύτερος αριθμός Ελλήνων που εντάσσονταν στην κατηγορία των “μοναρχοφασιστ?ν αιχμαλώτων” και οδηγήθηκαν στη.φυλακή της Οπάβα.

O επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στην Πράγα, Επιτετραμμένος Ιωάννης Λεόπουλος, επισκέφθηκε το Παλάτι Τσέρνιν (έδρα του τσεχοσλοβάκικου ΥΠΕΞ) και επέδωσε προφορική νότα με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1952, η οποία περιείχε πληροφορίες για τη σύλληψη 30 και πλέον Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι εργάζονταν στο φράγμα Βιρ και σκόπευαν να επαναπατριστούν στην πατρίδα τους.

Οι Τσεχοσλοβάκοι διαμήνυσαν ότι δεν διαθέτουν στοιχεία για τους αγνοούμενους ‘Ελληνες υπηκόους.

Σε προκατασκευασμένες δίκες, οι οποίες άρχισαν το δεύτερο εξάμηνο του 1953, η πλειοψηφία των 82 φυλακισμένων ατόμων καταδικάστηκε σε πολυετείς ποινές φυλάκισης (που έφταναν μέχρι και τα 15 χρόνια) για τη διάπραξη “εχθρικών ενεργειών εις βάρος της Τσεχοσλοβάκικης Δημοκρατίας; τις οποίες έπραξαν προπαγανδίζοντας τη μαζική επιστροφή των Ελλήνων προσφύγων στην πατρίδα και ερχόμενοι σε επαφή με την Ελληνική Πρεσβεία στην Πράγα, εν αγνοία των τσεχοσλοβάκικων αρχών, καθώς και με τη διάδοση “παρελκυστικών και ψεύτικων ειδήσεων τις οποίες απέκτησαν διά της ακρόασης εχθρικών ραδιοφωνικών σταθμών”.

Τον Ιανουάριο του 1954 απελάθηκε από την Τσεχοσλοβακία ο υπάλληλος της Ελληνικής Πρεσβείας Μητσακόπουλος, με την αιτιολογία ότι διατηρούσε επαφές “με εχθρική ελληνική μοναρχαφασιστική ομάδα” η οποία ανέπτυσσε στο έδαφος της Τσεχοσλοβακίας “ανατρεπτική κατασκοπευτική και σαμποταριστική δραστηριότητα”.

Η διαδικασία επαναπατρισμού άρχισε το δεύτερο εξάμηνο του 1954 με δύο μαζικές αποστολές, ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε, λαμβάνοντας υπόψη σχετικό αίτημα της ελληνικής πλευράς για επαναπατρισμούς, αποκλειστικά βάσει υποβολής ατομικών αιτήσεων. Δημιουργήθηκε έτσι χώρος προκειμένου το τσεχοσλοβάκικο καθεστώς, σχετικά εύκολα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, να επιλύσει το πρόβλημα των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου στην Τσεχοσλοβακία, χωρίς να αναγνωρίσει ανοιχτά την ύπαρξή τους.

Βάσει απόφασης της ΚΕ του ΚΚΤσ. μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 1954 εκδόθηκε εσωτερική οδηγία που επέτρεπε στους Έλληνες “μοναρχοφασίστες” να ενταχθούν στη δεύτερη μαζική αποστολή  αυτών που θα επέστρεφαν στην Ελλάδα. Στις 14 Δεκεμβρίου μαζί με άλλους επαναπατρισθέντες, εγκατέλειψε την Τσεχοσλοβακία η πλειοψηφία των Ελλήνων αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένων και 38 που βρισκόταν φυλακισμένοι για τη θεωρούμενη “αντικρατική τους δραστηριότητα”.

Η επιστροφή στην Πατρίδα

Τον Αύγουστο του 1956 η Ελλάδα στέλνει στο λιμάνι του Δυρραχίου το πλοίο «Αλιάκμων» το οποίο παρέλαβε 217 αιχμαλώτους και οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον Πειραιά στις 24 Αυγούστου 1956. Η πρώτη τους ενέργεια ήταν να σκύψουν και να φιλήσουν το ελληνικό έδαφος.

Η μόνη βοήθεια που έτυχαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι ήταν 300 δραχμές από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και μία …κουβέρτα από το Κράτος. Οι στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτισθεί απόζημίωθηκαν με 20 δραχμές και οι αξιωματικοί με 1.200.

«Ούτε μία ηθική επβράβευση για ορισμένους που δεινοπάθησαν, δεν κατορθώθηκε… Η Πατρίδα φάνηκε πολύ φειδωλή. Έδωσε μόνο το δικαίωμα σε όσους ήσαν άρρωστοι ή ανάπηροι να παρουσιαστούν σε Επιτροπές για να νοσηλευτούν ή να συνταξιοδοτηθούν. Στους ‘υγιείς’, για τα τόσα χρόνια, μόνο ο μισθός των δεκαπέντε ημερών από τον επαναπατρισμό μέχρι την απόλυση. Τίποτ’ άλλο».

Μεταξύ των αιχμαλώτων του 1949 ήταν και ο Επίλαρχος Γεώργιος Μελίδης του οποίου τα ίχνη δεν εντοπίστηκαν πουθενά. Το όνομά του κοσμεί την πύλη του στρατοπέδου της Σχολής Τεθωρακισμένων του Αυλώνα.

Β.Τ.

(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ, Φ. 156) 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this:
close-alt close collapse comment ellipsis expand gallery heart lock menu next pinned previous reply search share star