Στην αρχαία Σπάρτη η έννοια της «μητρότητας» καταλάμβανε εξέχουσα σημασία, για αυτό και οι Σπαρτιάτισσες τύγχαναν απόλυτου σεβασμού και εκτίμησης, καθώς και την μέγιστη αναγνώριση του ιερού έργου που επιτελούσαν για την πατρίδα τους, εξασφαλίζοντας την συνέχεια του λαού και της φυλής. Οσύζυγος της κάθε Σπαρτιάτισσας αποκτούσε μέσω αυτής γνήσιους απογόνους και η πολιτεία ελεύθερους πολίτες και ταυτόχρονα γενναίους πολεμιστές, που θα μάχονταν για αυτή με κάθε τίμημα.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο θεσμός του γάμου ήταν υποχρεωτικός, για όλο τον ελεύθερο και υγιή πληθυσμό, ενώ η επιλογή του συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση και όχι υπόθεση των γονέων. Χρέος των νέων γενεών ήταν να υπερβούν τους πρεσβύτερους σε γενναιότητα και σε πολεμικά κατορθώματα, όσο και σε ειρηνικά έργα. Ενδεικτική υπόμνηση αυτού του στόχου αποτελούσε και η υπόσχεση «Άμμες δε γ’ εσόμεθα, πολλώ κάρρονες», που σήμαινε «εμείς θα γίνουμε πολλοί καλύτεροι σας», την οποία έδιναν οι έφηβοι στις μεγαλύτερες γενεές.
Η κατάλληλη ηλικία γάμου για την γυναικά της Σπάρτης ήταν μεταξύ των δεκαοχτώ έως είκοσι ετών, γεγονός που σήμαινε ότι η ανάπτυξη της θα έχει ολοκληρωθεί σε βιολογικό επίπεδο και εκείνη θα βρίσκεται στην ακμή της νιότης της, σε αντίθεση με την γυναίκα στην αθηναϊκή κοινωνία που παντρευόταν στην εφηβεία. Ο χρόνος τέλεσης του γάμου ήταν ορισμένος μέσω συγκεκριμένου νόμου, όταν γυναίκες και άνδρες βρίσκονταν στην σωματική τους ακμή, ενώ οι επαφές τους έπρεπε να γίνονται με έλεγχο των ενστίκτων τους, έτσι ώστε πάντα να επιθυμούν ο ένας τον άλλο και να είναι ο καρπός της ένωσης τους δυνατός.
Η τελετουργία του γάμου ήταν αρκετά ασυνήθιστη για τις υπόλοιπες πόλεις – κράτη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, καθώς στην σπαρτιατική κοινωνία συνηθιζόταν η «αρπαγή» των γυναικών από τους άνδρες. Όσον αφορά στα κριτήρια επιλογής, αυτά ήταν συνήθως η φυσική ομορφιά του κοριτσιού και το ήθος του.
Ο νεαρός Σπαρτιάτης απήγαγε την νύφη κατά την διάρκεια της νύχτας και την έφερνε στην οικία του, όπου μια μεγαλύτερη έγγαμη γυναίκα την κούρευε και την έντυνε με κοντό ανδρικό μανδύα και σανδάλια για την πρώτη νύχτα του γάμου. Έπειτα, η νύφη παρέμενε στην οικία του μέλλοντα συζύγου της, ο οποίος την επισκεπτόταν κρυφά την νύχτα, και το ζευγάρι τεκνοποιούσε προτού να ιδωθεί στο φως της ημέρας. Η ιδιόμορφη αυτή σχέση κάποιες φορές διαρκούσε τόσο πολύ, που σύμφωνα με τον μύθο πολλοί άνδρες δεν έτυχε να δουν την μητέρα των παιδιών τους υπό το φως του Ήλιου. Οι συναντήσεις αυτές δεν αποτελούσαν μόνο μια άσκηση αυτοελέγχου και αυτοσυγκράτησης, αλλά είχαν σκοπό να είναι οι σύντροφοι γόνιμοι κα πρόθυμοι, ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν την θέληση για τον σύντροφο τους και δεν έχαναν ποτέ την φρεσκάδα του έρωτα.
Ωστόσο, ο σύζυγος μετά την ερωτική τους συνάντηση όφειλε να επιστρέψει στον κοιτώνα του, όπου θα εξακολουθούσε να ζει με τους συνηλικιώτες του στις αγέλες, έως ότου συμπλήρωνε τα τριάντα του έτη. Μπορούσε να επισκέπτεται κρυφά την νεόνυμφη, «φοβισμένος» και παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, γιατί ήταν ντροπή να τον αντιληφθεί κάποιος στο σπίτι, ενώ η νύφη μηχανεύονταν διάφορα τεχνάσματα, ώστε να μπορούν να συναντιούνται απαρατήρητοι τις κατάλληλες στιγμές. Αυτό ήταν κάτι που μπορεί να διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή όσο ήταν απαραίτητο μέχρι να αποκτήσουν τέκνα. Έως τότε η συγκατοίκηση των συζύγων δεν προβλεπόταν.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Αθήναιο, στην Σπάρτη υπήρχε και μια ακόμη μορφή σύστασης γάμου, που συνίστατο στην συνάντηση των νέων στα τυφλά. Έκτοτε, ο νεαρός Σπαρτιάτης δεσμευόταν, καθώς όφειλε, να θεωρεί πλέον ως σύζυγο την γυναίκα που γνώρισε με αυτόν τον τρόπο, και μάλιστα χωρίς να λάβει προίκα. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η μη τήρηση αυτού του τύπου μπορούσε να προξενήσει την ποινική δίωξη του άνδρα, όπως πολύ χαρακτηριστικά μαρτυρείται για τον Λύσανδρο, που προτίμησε μια ομορφότερη γυναίκα, αντί εκείνης που του είχε υποδείξει η τύχη στα τυφλά.
Όσον αφορά, δε, στον θεσμό της προίκας, σύμφωνα με ιστορικές πηγές αυτός δεν υφίστατο στην Σπάρτη. Συγκεκριμένα, υπήρχε ειδική νομοθεσία που απαγόρευε την προίκα, με την αιτιολογία «για να μη μείνει καμία ανύπαντρη λόγω της φτώχειας της και για να μην παντρεύονται οι άλλες για τα πλούτη τους, αλλά ο καθένας να κάνει την εκλογή του αποβλέποντας στα ήθη και την αρετή της κόρης».