Οι «Νεράιδες» κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στον χώρο του «Αλλόκοσμου», γεγονός που το καταμαρτυρεί σύσσωμη η μυθολογία των Ευρωπαϊκών λαών, η οποία διαθέτει πληθώρα ιστοριών αναφορικά με την καθημερινότητα και τις περιπέτειες των πλασμάτων αυτών. Άλλωστε, κατά την αρχαιότητα οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με δέος και σεβασμό την Φύση, αποδίδοντας της υπερφυσικές ιδιότητες. Θεωρούσαν ότι έχει υπόσταση με ψυχή και τα πλάσματα της υποφέρουν όταν πληγώνονται. Σε αυτό το πάνθεον των οντοτήτων που είχαν άμεση σχέση με την Φύση, την χλωρίδα και την πανίδα, ανήκουν και οι περιώνυμες «Νύμφες», η εικόνα των οποίων αποδίδεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα, μέσα από την αρχαία ελληνική αντίληψη για τα πλάσματα αυτά.
Κατά την ελληνική μυθολογία, λοιπόν, οι Νύμφες ήταν γυναικείες, ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρής ηλικίας, οι οποίες ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τρεφόμενες με αμβροσία. Κατατάσσονταν ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ως ημίθεες, αλλά δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητες από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αντιθέτως, ήταν σεβαστές, έχαιραν ιδιαίτερης εκτιμήσεως και διέθεταν ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους, τα «Νυμφαία». Παρόλο τον θεϊκό χαρακτήρα τους, δεν απολάμβαναν το προνόμιο της αθανασίας, αλλά ήταν υπερβολικά μακρόβιες, διατηρώντας την φρεσκάδα και την λάμψη της νιότης τους. Εξαίρεση αποτελούσαν, όπως θα δούμε και παρακάτω, εκείνες που ήταν προστάτιδες ενός δέντρου, οι οποίες ζούσαν τόσο, όσο εκείνο το δέντρο. Ήταν προστάτιδες των βοσκών, των κοπαδιών, των βουνών, των δασών, των σπηλαίων, των πεδιάδων, των λιβαδιών, των θαλασσών, των λιμνών, των ποταμών, των πηγών, των φρεάτων και σχεδόν όλων των επί της γης όντων.
Επικρατούσα άποψη υπήρξε ότι ήταν κόρες του Δία, ενώ συχνά θεωρούνταν κόρες ποταμών, είτε του Ωκεανού, δηλαδή του μεγαλύτερου ποταμού, είτε του Αχελώου, είτε των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Εντούτοις, υπήρχαν και κάποιες νύμφες του ονομάζονταν «Μελίες» ή «Μελιάδες», οι οποίες είχαν γεννηθεί από τις αιμάτινες σταγόνες του Ουρανού που έρρευσαν στην Γη, όταν ο γιος του, Κρόνος, ακρωτηρίασε τα γεννητικά του όργανα. Από το ίδιο αίμα γεννήθηκαν οι Γίγαντες και οι Ερινύες. Προτιμούσαν να ζουν στα δέντρα της μελίας ή μελιάς, δηλαδή της φλαμουριάς. Σε ανάμνηση της γέννησης τους από αίμα, το ξύλο της φλαμουριάς χρησιμοποιείτο για την κατασκευή δοράτων που προκαλούσαν τον θάνατο. Από τις Μελίες Νύμφες λέγεται ότι προήλθε και το «χάλκινο γένος», δηλαδή το τρίτο γένος που κατοίκησε την γη, το οποίο ήταν πολεμοχαρές, σκληρό και εξαφανίστηκε.
Η μορφή τους ήταν ανθρώπινη, αλλά ξεχώριζαν για την αξεπέραστη ομορφιά τους. Για αυτό, εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι οντότητες αυτές εμπλέκονταν ποικιλοτρόπως στους μύθους, με αφορμή το σαγηνευτικό τους κάλλος. Παρουσιάζονται ως θηλυκές υπάρξεις εκπάγλου καλλονής, με αγνά αισθήματα, οι οποίες απέφευγαν τις ανάρμοστες ή φιλήδονες σχέσεις, αλλά στοχοποιούνταν από το πάθος άλλων θεών ή ανθρώπων, με αποτέλεσμα συνήθως να υποφέρουν.
Βέβαια, μυθολογικά εντοπίζονται και εξαιρέσεις, που χαρακτηρίζονται από έντονα και αχαλίνωτα πάθη. Συχνά ερωτεύονται θνητούς, κυρίως βοσκούς που βόσκουν στις όχθες των ποταμών, τους οποίους απαγάγουν και βιώνουν τον έρωτα μαζί τους μέσα σε σπηλιές. Συνηθισμένοι εραστές των Νυμφών είναι τα πνεύματα της φύσης, ο Παν, οι Σάτυροι, ο Πρίαπος, ποτάμιοι θεοί όπως ο Κηφισός, αλλά και ολύμπιοι θεοί, όπως ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Απόλλων και ο Ερμής, από τους οποίους γεννούν γενναίους γιους, αλλά θνητούς, κυρίως μάντεις (Τειρεσίας), σοφούς (Επιμενίδης), γιατρούς (Ασκληπιός), γενάρχες (Αιακός), όμορφους νέους (Νάρκισσος), θεές και βασιλοπούλες (Πασιφάη).
Η παράδοση τις φέρει άλλοτε να τριγυρνούν στα βουνά συνοδεύοντας την θεά Άρτεμη, άλλοτε να ακολουθούν τον θεό Πάνα, χορεύοντας και τραγουδώντας όταν εκείνος έπαιζε μουσική με τον αυλό του, άλλοτε να υφαίνουν στα λιβάδια και στις πλαγιές και άλλοτε κοντά σε πηγές, υμνώντας με τις γλυκές τους φωνές τους Ολύμπιους θεούς. Ήταν ουσιαστικά θεότητες της βλάστησης, και όπως πολύ χαρακτηριστικά παραδίδεται στην «Ιλιάδα», κατοικούσαν«στα όμορφα άλση και στις πηγές των ποταμών και στα χλοερά λιβάδια…».
Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν πλησίον των ποταμών, των πηγών, καθώς και μέσα στα βουνά από τα οποία αυτά πήγαζαν. Φαίνονται να συνοδεύουν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι την ζωογόνο του δύναμη και τον καθοριστικό του ρόλο στην ύπαρξη της ζωής, συνδεόμενες, με τρόπο άμεσο, με την βλάστηση. Το νερό, σύμβολο ζωής και γονιμότητας, είναι το στοιχείο εκείνο που υποβοηθά την ανάπτυξη και ζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Όπως, δηλαδή, το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες θεωρούνταν τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Έτσι, λοιπόν, σε μια περισσότερο διευρυμένη αντίληψη, οι Νύμφες θεωρούνταν πνεύματα της βλάστησης, συμβολίζοντας έτσι την οργιαστική δύναμη της φύσης, για την οποία το υγρό στοιχείο έχει ιδιαίτερη σημασία, ευεργετική όταν είναι ελεγχόμενο και καταστρεπτική στην αντίθετη περίπτωση. Η ιδιότυπη αθανασία τους, αλλά και ο ρόλος τους ως κουροτρόφων, τις καθιστά φύλακες της ζωής, καθώς και εγγυητές της συνέχειας της μέσα σε ένα περιβάλλον πλούσιο σε βλάστηση.
Οι Νύμφες χωρίζονταν σε τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες, τις Ουράνιες, τις Εναέριες, τις Επίγειες και τις Έφυδρες, ανάλογα με το σημείο που ζούσαν, αλλά συχνά συναντάμε και πολλές άλλες ονομασίες, ανάλογα με το τι είχαν υπό την επίβλεψή τους. Ειδικότερα, πιο γνωστές ήταν οι «Ναϊάδες», οι νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών, οι «Ορεστιάδες» που κατοικούσαν στα βουνά εκείνα που υπήρχαν πηγές και οι «Δρυάδες» ή «Αμαδρυάδες», οι νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών. Ωστόσο, λιγότερο γνωστές υποκατηγορίες ήταν οι «Αλσηιτίδες», προστάτιδες των αλσών, οι «Ναπαίες», που κατοικούσαν στις κοιλάδες, οι «Χλωρίδες» που είχαν σχέση με το χορτάρι κ.α.