Πριν από ακριβώς δέκα μέρες δημοσίευσα εδώ ένα κείμενο με τίτλο “Μπόρις, εις το επανιδείν”. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός είχε μόλις δηλώσει ότι αποχωρεί από την ηγεσία των Τόρις και εν συνεχεία από την Πρωθυπουργία. Ο,τι κι αν επιφυλάσσει το μέλλον, ο κ. Τζόνσον, όπως δείχνει η ιστορία του, δεν πρόκειται να καθήσει άπραγος και να αγναντεύει τον αγαπημένο του Παγασητικό. Την Τετάρτη 20 Ιουλίου το πρωί, παρέστη στην τελευταία “Ωρα του Πρωθυπουργού”. Οπως είπε ο ηγέτης των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, ο Τζόνσον «αποφάσισε να κατέβει από το καταφύγιό του με την χρυσή ταπετσαρία για μια τελευταία φορά».
Κατά μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, ο κ. Τζόνσον έκλεισε την παρουσία του λέγοντας: “Hasta La Vista…Baby!” Η διάσημη φράση προέρχεται από την επίσης διάσημη ταινία του 1991 Τερμινέιτορ 2- Η Ημέρα της Κρίσης, και την εκφέρει στο τέλος της ταινίας, το Τ-800 που υποδύεται ο Αρνολντ Σβάρτσενέγκερ. Είναι μια υπόσχεση επιστροφής από τον πιο ιδιότυπο Βρετανό πολιτικό άνδρα μετά τον Τσώρτσιλ; Η αποχαιρετιστήρια φράση, αυτό αφήνει να εννοηθεί. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπ’όψιν την απαρίθμηση των επιτευγμάτων του, την “ανάκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας”, την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, την σωτηρία της Ουκρανίας “από την βαρβαρότητα” και βέβαια την θριαμβευτική νίκη των Τόρις, την μεγαλύτερη πλειοψηφία σε διάστημα 40 ετών. “Η αποστολή σε μεγάλο βαθμό εξετελέσθη”, είπε, και έφυγε επευφημούμενος από αυτούς που λίγες μέρες πριν του είχαν δείξει την οδό της εξόδου ώστε να διατηρήσουν – το κόμμα και βέβαια οι ίδιοι- την εξουσία.
Η τελευταία αυτή παρουσία του απερχόμενου Πρωθυπουργού έκρυβε όμως και μια ένδειξη τόσο της προτίμησης όσο και της αποστροφής του ως προς το πρόσωπο το οποίο θα τον διαδεχθεί. Αναφερόμενος στον ή στην διάδοχό του, (τα αποτελέσματα του τελικού προκριματικού γύρου δεν είχαν γίνει ακόμη γνωστά), ο Μπόρις, όπως κέρδισε να τον αποκαλούν οι Βρετανοί, φίλοι, αντίπαλοι και εχθροί, ενθάρρυνε την οδό της περικοπής φόρων και, αναφερόμενος στις πολιτικές του Υπουργείου Οικονομικών, είπε πως “εάν ακούγαμε πάντα το Υπουργείο Οικονομικών δεν θα είχαμε κατασκευάσει τον Μ25 [τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο του μητροπολιτικού Λονδίνου] ούτε την σήραγγα της Μάγχης”. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο εκάθαρος, τουλάχιστον ως προς το ποιον δεν θέλει για διάδοχό του.
Οι δυο οδοί οικονομικής πολιτικής στις οποίες αναφέρθηκε, αντιστοιχούν στους δυο επικρατήσαντες κατά τους προκριματικούς γύρους των εσωκομματικών εκλογών, την Λιζ Τρας, πρώην υπουργό Εξωτερικών, και τον Ρίσι Σουνάκ, πρώην υπουργό Οικονομικών. Οι Συντηρητικοί βλέπουν στο δίδυμο της τελικής αναμέτρησης μια Μάργκαρετ Θάτσερ (“χωρίς το ταλέντο της”, προσθέτουν πικρόχολα, παρατηρώντας την προσπάθεια της κας Τρας να μιμηθεί το έντονο “βασιλικό” μπλε, τις πέρλες και τα πουκάμισα με φιόγκους της Σιδηράς Κυρίας) και στον Σουνάκ τον καλό της φίλο, Ρόναλντ Ρήγκαν. Και οι δυο πολιτικοί είχαν προχωρήσει ή υπόσχονται να προχωρήσουν σε περικοπές φόρων, ο Ρήγκαν – Σουνάκ όμως δίνει προτεραιότητα στην τιθάσευση του πληθωρισμού ο οποίος άγγιξε τον Ιούνιο το 9,4%, το υψηλότερο των τελευταίων 40 ετών, και έχει επιβάλλει σκληρή φορολόγηση. Η κα Τρας, θα πρέπει να εξηγήσει πού θα βρει τα χρήματα για την συνεχή χρηματοδότηση του χρέους ώστε να αυξηθεί η κατανάλωση, ενώ ο πληθωρισμός τρέχει. (Παραδόξως για τα ελληνικά δεδομένα, όπου ο πολιτικός αγώνας γίνεται σε επίπεδο συνοικιακού ξεκατινιάσματος, στην Βρετανία γίνονται και σοβαρές συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών).
Το δίλημμα απασχολεί εδώ και χρόνια την Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Μπόρις Τζόνσον ήθελε να δανειστεί περισσότερα, να ξοδέψει και να μειώσει τους φόρους, ενώ ο Σουνάκ αρνούνταν να τον αφήσει να το κάνει. Η βάση των Τόρις, ιστορικά θέλει χαμηλότερους φόρους αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει να αυξάνεται το χρέος. Ομως, η παγκόσμια στρατηγική επιδομάτων επ’ αφορμή της υγειονομικής κρίσης, πιθανώς να έχει αλλάξει σημαντικά τις αντιλήψεις σχετικά με τα δημόσια οικονομικά και τους φορολογικούς συντελεστές.


Η βάση των Συντηρητικών δεν είναι ενθουσιασμένη με το δίδυμο των δεδηλωμένων λιμπεραλιστών. Είναι όμως βέβαιο ότι μεταξύ των δύο θα προτιμήσουν την κα Τρας. Το διεθνές Σύστημα θα προτιμούσε, επίσης, την κα Τρας. Γιατί, μπορεί να προωθεί τις “μειονότητες” σε θέσεις εξουσίας, δεν σημαίνει όμως ότι η WASP ελίτ επιθυμεί να δει τις μειονότητες στην εξουσία, και μάλιστα σε μια κομβική χώρα, στην βαθιά κομβικότερη, εν προκειμένω, για το διεθνές οικονομικό Σύστημα.
Πριν από μια εβδομάδα οι Συντηρητικοί θα ψήφιζαν πρόθυμα την έμπειρη σε υψηλές υπουργικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Αμυνας, υπό τέσσερεις Πρωθυπουργούς, Πένι Μόρντοντ. Κάποια σχόλια τα οποία είχε κάνει παλαιότερα περί “δύο φύλων” τα οποία ανασύρθηκαν, καθώς και το…απουσιολόγιο της Βουλής, επιστρατεύθηκαν ώστε να ενισχυθούν τα “τι θα πει ο κόσμος” φοβικά σύνδρομα της Δεξιάς, και να αλλάξει η στιβαρή εικόνα της η οποία κάποιους φόβιζε, ίσως επειδή η Πηνελόπη δεν φοβάται να πει την γνώμη της, ενίοτε μετά βωμολοχιών.
Οι πιο συντηρητικοί (με ελληνικούς όρους “ακροδεξιοί”) στήριξαν την Σουέλα Μπράβερμαν, Γενική Εισαγγελέα Αγγλίας και Ουαλίας και την Κέμι Μπάντενοχ, υπουργό Ισότητας.
Μια τέτοια επιλογή θα εμοιαζε παράλογη στα καθ’ ημάς, καθώς η Σουέλα είναι Ινδικής καταγωγής, με γονείς οι οποίοι μετανάστευσαν στην Βρετανία την δεκαετία του 1960, από την Κένυα και τον Αγιο Μαυρίκιο αντίστοιχα, ενώ η Κέμι είναι Νιγηριανής καταγωγής, παντρεμένη με λευκό με τον οποίο έφερε στον κόσμο τρία παιδιά.
“Μόλις το 2001, το Συντηρητικό Κόμμα δεν είχε μαύρους ή Ασιάτες βουλευτές. Ήταν τόσο ομοιογενές που το πρώτο μου σκιώδες υπουργικό συμβούλιο περιλάμβανε περισσότερους ανθρώπους που ονομάζονταν David παρά γυναίκες”, έγραψε ο πρώην Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον στους Τάιμς. Πράγματι πολλά έχουν αλλάξει χάρις σε Συντηρητικούς όπως ο κ. Κάμερον.
Η Δεξιά Γενική Εισαγγελέας εκτός από υποστηρίκτρια του Μπρέξιτ, είναι υποστηρίκτρια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, υπέρ του ελέγχου των συνόρων (στήριξε την επιστροφή των παράτυπων μεταναστών στην Ρουάντα), και κατά της αλλαγής φύλου στους κάτω των 18 καθώς και σφοδρή αντιαριστερή.
Η πρώην υπουργός Ισότητας έχει χαρακτηριστεί ως κατ’ εξοχήν αντι-woke Συντηρητική, έχει ασκήσει κριτική στην «θεωρία τού φύλου», αντιτάχθηκε στα σχέδια να επιτραπεί στους τρανς υπαλλήλους να αυτοπροσδιορίζονται στο χώρο εργασίας και αντιτίθεται στα ουδέτερα ως προς το φύλο αποχωρητήρια σε δημόσια κτίρια.
Οταν η πολιτική συζήτηση αγγίζει τέτοια θεμελιώδη ζητήματα, καταλαβαίνει κανείς το επίπεδο της συζήτησης, από την μια, αλλά και την πλήρη απουσία λευκών ανδρών από το να τα υπερασπιστούν -έστω και για εκλογική σκοπιμότητα.
Η κυρία Τρας έχει δύο πολιτικά πλεονεκτήματα: δεν δεσμεύεται ποτέ δημοσίως, διατηρώντας την ατσαλάκωτη εικόνα της, και προέρχεται από την Αριστερά. Μάλιστα έχει ψηφίσει εναντίον του Μπρέξιτ, μέχρι που η πίεση από τον Νάιτζελ Φάρατζ έκανε προφανές ότι η θέληση του λαού ήταν σαρωτική. Αλλο ένα πλεονέκτημα: Στηρίζει την βρετανική ανάμειξη στον πόλεμο της Ουκρανίας. “Ο λαός της Ουκρανίας αγωνίζεται για την ελευθερία και την δημοκρατία, όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη γιατί αυτό αμφισβητεί ο Πρόεδρος Πούτιν. Και οπωσδήποτε, αν οι άνθρωποι θέλουν να υποστηρίξουν αυτόν τον αγώνα, θα τους υποστηρίξω να το κάνουν”, είχε δηλώσει στην εκπομπή Sunday Morning του BBC. Ερωτηθείσα να διευκρινίσει αν αυτό σήμαινε να πάρουν τα όπλα, απάντησε: “Απολύτως, αν αυτό θέλουν να κάνουν”.
Αντίθετα ο κ. Σουνάκ θεωρείται πολύ γλυκομίλητος και “ένα από τα αγόρια” του κλαμπ της κομματικής σταθεράς, λίγο-πολύ προβλέψιμος και δεδομένος, όπως φάνηκε κι από τους πανηγυρισμούς του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Εάν ο Μπόρις ήταν το καλύτερο που είχε να επιδείξει το Βρετανικό Συντηρητικό κόμμα, τότε το μέλλον είναι ιδιαίτερα ασταθές. τόσο για το κόμμα όσο και για την Ευρώπη.
Υπό αυτήν την προοπτική, εάν έχουμε ολική επαναφορά του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2024, μια επαναφορά του Μπόρις Τζόνσον στην Βρετανία θα ακουγόταν ευπρόσδεκτη.