Νύκτωρ το κράτος των υποκλοπών κατέλαβε την πλατεία Εξαρχείων. “Καλά έκανε” θα πουν οι “νοικοκυραίοι” της ΝΔ. Θα τους σιγοντάρουν και οι ακροδεξιοί που θέλουν “Ησυχία, Τάξη και Ασφάλεια”-Κρατική Ασφάλεια. Η Ακροδεξιά τώρα δικαιώνεται. Το κράτος των απαγορεύσεων, το κράτος-μπαμπούλας είναι στην εξουσία.
Τι γονείς παράγουν τέτοιους δυσλειτουργικούς, ανελεύθερους, αυταρχικούς ανθρώπους; Τι ανικανοποίητες μάνες με απωθημένα και παντόφλα, τι μικροί, αδύναμοι, τυραννικοί πατεράδες ανατρέφουν τέτοιας ποιότητας ανθρώπους;
Τα Εξάρχεια, η γειτονιά όπου γεννήθηκα, χαρακτηρίστηκε “γκέτο” της Αριστεράς από τα δυο άκρα της εξουσιολαγνείας, την φοβική Δεξιά και την Αριστερά του μεγάλου ρίαλ εστέιτ, αυτών δηλαδή που θα επωφεληθούν από την “ανάπλαση” των Εξαρχείων, όπως όλοι που πουλούν οράματα και φύκια για μεταξωτές κορδέλλες στις καθαρές ψυχές για να γεμίζουν τα επενδυτικά τους πορτφόλια.
Οποιος κυκλοφορεί με ΜΜΜ στην Αθήνα ξέρει πως η πλατεία Κολωνακίου, ανάμεσα στον σταθμό της πλατείας Συντάγματος και στον σταθμό του Ευαγγελισμού, δεν χρειάζεται σταθμό μετρό. Οπως ξέρει πως η Ομόνοια είναι δυο βήματα από την πλατεία Εξαρχείων.
Γιατί πρέπει να αλλάξουν χρήση η πλατεία Κολωνακίου και η πλατεία Εξαρχείων;
Για τον ίδιο λόγο που πρέπει να αλλάξουν όλες οι πλατείες και οι δημόσιοι χώροι. Γιατί μια Δημοκρατία αναζητά και επιδιώκει την δημιουργία δημόσιου χώρου και μάλιστα καλαίσθητου και ελκυστικού. Ενα καθεστώς ανελεύθερο θέλει τους πολίτες κλεισμένους, απομονωμένους, να μην επικοινωνούν, να μην αλληλεπιδρούν, να μην συναθροίζονται. Ιδανικά, να μην μιλούν καν μεταξύ τους ως οικογένειες. Σου φαίνεται μακρινό ή είναι έτσι το δίπλα σου, ή ίσως και το Τώρα σου;
Το Ολοκληρωτικό Κράτος απεχθάνεται τους μικρούς ιδιοκτήτες, τους μικρούς επαγγελματίες, τους ανεξάρτητους αγρότες και την Φύση.
Το Ολοκληρωτικό κράτος δεν θέλει να υπάρχει άλλη ομάδα πέρα από εκείνη που ελέγχει. Εκεί έγκειται το στοίχημα της εξουσίας του. Στην συνάθροιση. Στην Αθηναϊκή Αγορά. Στο Φόρο Ρομάνο. Στην αυλή της εκκλησίας και στο επικαθήμενο καφενείο. Γι’ αυτό δεν θέλει να συνωστίζεσαι κάθε Κυριακή στην εκκλησία και να γιορτάζεις Ανάσταση, αλλά δεν το ενοχλούν τα κλαμπ όπου κανείς δεν ακούει κανέναν. Γι’ αυτό φοβάται τις πλατείες της Νέας Σμύρνης και των Εξαρχείων, αλλά όχι την πλατεία Ομονοίας όπου πλένουν τα ποδάρια τους “ξένοι φαντάροι”.
Το Ολοκληρωτικό κράτος φοβάται κάθε χώρο όπου παράγεται η σκέψη, η θέση, η αντίθεση και η σύνθεση. Εκεί όπου κάποιος μπορεί να πετάξει ένα “ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ” (Ματθ. κβ:21) και να αλλάξει την Ιστορία. Εκεί όπου οι άνθρωποι μυρίζονται κι αγκαλιάζονται, τα σώματα, τα μάτια, τα χέρια, οι φωνές, αλληλεπιδρούν κι ανοίγονται. Αυτόν τον χώρο δεν τον θέλει ο Ολοκληρωτισμός, όποιο ταμπελάκι κι όποιο χρώμα ρόμπας κι αν φοράει.
Τα Εξάρχεια πρέπει να αλλάξουν για τον ίδιο λόγο που έπρεπε να φύγει η Σχολή Ευελπίδων από την Κυψέλη, να εξοριστεί σε κρανίου τόπο και σε “λευκά” κτίρια, κι εκεί όπου πίστεψαν, ονειρεύτηκαν, έμαθαν, αντάλλαξαν, θάρρεψαν οι προασπιστές της Ελευθερίας μας να ουρούν εγκληματίες και πλάνητες. Γιατί η Νέα Εποχή θέλει τάμπουλα ράζα για να κατασκευάσει τον Νέο Ανθρωπο. Γιατί η Νέα Εποχή θέλει να πατήσει το ντιλίτ στην Συλλογική Μνήμη, ακόμη κι αυτή που έχει εντάσεις, μολότωφ και πετροπόλεμο. Το νέο καθεστώς θέλει αποστειρωμένες πόλεις και αποστειρωμένους ανθρώπους. Οι υπόλοιποι μπορούν να εξαφανιστούν όπως εξαφανίστηκαν τα αδέσποτα και οι άστεγοι από την Αθήνα το 2004.
Κάποτε οι πλούσιοι και οι ισχυροί του κόσμου έφτιαχναν κάστρα και απέραντους κήπους και κλειδαμπαρώνονταν μέσα σε αυτά για να κρατηθούν μακριά από την μιζέρια των άλλων. Αυτών που τους τάιζαν το παντεσπάνι τους με τον ιδρώτα της εργασίας τους και το αίμα των πολέμων όπου τους έστελναν να σκοτωθούν προκειμένου να επεκτείνουν τα παλάτια και τους αγρούς τους. Μετά τους άφηναν τουλάχιστον στην ησυχία τους, να είναι αφέντες στον μικρόκοσμό τους, στα χωράφια και στα ραφεία τους, στα τσαγκαράδικα και στα ξυλουργεία τους, για το εύρυθμον και ασφαλές της ύπαρξής τους. Ενίοτε πήγαιναν και οι ισχυροί σε πολέμους και σκοτώνονταν κι αυτοί. Οχι πια. Οσο απλώνεται η ασφάλεια. τόσο αυξάνεται η μωρία. Πλέον δεν αρκεί ένα κάστρο, μια κομητεία, ένα φαντ στο Λονδίνο, στην Νέα Υόρκη, στο Χονγκ Κονγκ. Πλέον, οι αφθέντες είναι σνομπ, σίνε νομπιλιτάς, χωρίς ευγένεια. Κάποτε έφτιαχναν σχολεία, πτωχοκομεία, πανεπιστήμια, νοσκομεία για να φροντίσουν τουλάχιστον τα υποζύγιά τους. Τώρα η οίηση έχει γίνει μανία, βασισμένη πάνω στην βεβαιότητα πως το ψεύτικο χρήμα που έχουν κατασκευάσει στις οθόνες των υπολογιστών μπορεί να πολλαπλασιάζεται στο διηνεκές, επομένως ο λαός είναι μια περιττή αντιαισθητική κακοφωνία ανάμεσα στους εραστές της τέχνης μιας Μαρίνας Αμπράμοβιτς.
Γι’ αυτό τα Εξάρχεια πρέπει να αδειάσουν. Να αδειάσουν από τους Αθηναίους, από τους εργαζόμενους, από αυτούς που δουλεύουν σε μικρές δουλειές και κάνουν μεγάλες σκέψεις, από τους φοιτητές και τους νέους. Αρέσουν-δεν αρέσουν σε μένα και σε σένα οι σκέψεις τους, δεν είναι το ζητούμενο. Σημασία έχει να πάψει να υπάρχει ένας κοινός τόπος ανθρώπων που σκέπτονται, με ή χωρίς χασίς, με ή χωρίς κόκκινες παντιέρες και ουράνια τόξα. Το αιρετικό έγινε μέινστριμ. Το φραντσάιζ της επανάστασης κλείνει.
Οταν η “από δω” μεριά πρωτομπήκε στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής πριν από περίπου μια δεκαετία, ήταν σαφές πως θα ερχόταν και η ώρα της “από κεί” πλευράς. Βέβαια, η τυφλωμένη από παραταξιακό μίσος και δασκαλεμένα τσιτάτα “από κεί” πλευρά, αδυνατούσε (και αδυνατεί) να αντιληφθεί το δάσος που απλωνόταν σκοτεινό μπροστά στην Δημοκρατία. Κοίταζε (και κοιτάζει) το δέντρο της διαφωνίας, έτοιμη να βγάλει υστερικές συντρόφισσες στον δρόμο (οι παλιοί καλοί μπετατζήδες με τα καδρόνια έχουν δικό τους τσιμεντωμένο φραντσάιζ, χάρις στην σερμαγιά των Συμμάχων), νομίζοντας πως η φιλοκαθεστωτική της στάση στην γραμμή “ο εχθρός του εχθρού μου”, θα της εξασφάλιζε την συνέχεια του παιχνιδιού κρυφτό-κυνηγητό από το οποίο έλκει τα τρόπαια της ακτιβιστικής “αντιφασιστικής” δράσης.
Αναρωτιέμαι προς στιγμήν αν χαίρομαι που μπορεί και να ήρθε η ώρα να καθαρίσουν τα Εξάρχεια από τα συντρόφια. Μνησίκακα και αντανακλαστικά, μετά από μια δεκαετία θυσιών και προδοσιών, θα μπορούσα. Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο.
Η εξαπλούμενη χλαπάτσα της άπληστης, νεόπλουτης, ρεβανσιστικής εξουσίας επιδιώκει τον αποκλεισμό. Επιδιώκει την εξαφάνιση των Αθηναίων που συγκατοικούν και μοιράζονται ενοίκια 300 ευρών με μισθούς 400 ευρώ. Μια συνοικία που γειτονεύει με το Κολωνάκι δεν μπορεί να μείνει στους ανθρώπους της εργασίας. Πρέπει να στηθούν “καθαρές” καφετέρειες όπου θα πρέπει να πληρώσεις 10 ευρώ για μια καρέκλα και μια μπύρα, αντί να δώσεις 3 ευρώ και να καθήσεις να την πιείς με τους φίλους σου στο παγκάκι. Το είδαμε και σε άλλες “υποβαθμισμένες” περιοχές της Αθήνας (ποιος να τις “υποβάθμισε” άραγε με τις πολιτικές του;) όπου γνωστοί-άγνωστοι αγοράζουν κοψοχρονιά διαμερίσματα και παλιά σπίτια, και τα μοσχοπουλάνε δέκα φορές επάνω.
Αυτός είναι ο άμεσος στόχος του ξεριζώματος της γειτονιάς των Εξαρχείων.
Μια γειτονιά που επιδιώχθηκε να γεμίσει ΑΒΒ εξοστρακίζοντας τους παλιούς κατοίκους, τις οικογένειες και τους νέους, βεβαίως και έχει ανάγκη από έναν σταθμό μετρό για να προσελκύσει όλο και περισσότερους περαστικούς, αλλά όχι μόνιμους κατοίκους. Κι επειδή συνορεύει εκλεκτικά με το Κολωνάκι, να ανεβάσει κι άλλο τις τιμές για να απλωθούν οι νεοχλιμίτζουρες της νέας εξουσίας.
Μια γειτονιά με ιδέες και χρήμα θα ήταν απαγορευτική. Μέσα το χρήμα, έξω οι ιδέες.
Αν χρειαζόταν μια επιβεβαίωση των παραπάνω, είναι ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε το κράτος. Οχι με την ευθύτητα και την βεβαιότητα ενός καλού και έντιμου εργολάβου, αλλά με την πονηρία και τον δόλο ενός μεγαλοκλέφτη που πάει να πιάσει κυριολεκτικά στον ύπνο τον νοικοκύρη.
Μικρή, περνούσα από τα μαγαζιά με τα παλιά βιβλία, με τα ευφυολογήματα και τις αφίσες σαν αυτή που εικονογραφεί τούτο το κείμενο, και που έκανα καιρό, παιδί, να καταλάβω τι εννούσε (η λεζάντα απουσίαζε), τον “Ερμή” και την “Εστία”, τα μικρά καταστήματα με τα ινδικά φορέματα και τα εξωτικά λιβάνια, τα παντοπωλεία και τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Μετρό δεν υπήρχε, και δεν υπήρχε και κανένας λόγος βιασύνης. Αν ξεκινούσες έγκαιρα για τον προορισμό σου, το λεωφορείο και το τρόλεϋ αρκούσαν.
Πλέον επιβάλλεται να ανοιχτούν και άλλοι δρόμοι και άλλοι σταθμοί για να τους χρησιμοποιούν και να τους αποπληρώσουν με τους φόρους ποιοί, οι άνεργοι, οι εξαρτημένοι από το κράτος ζωντανοί-νεκροί των πάσων, οι “μερικής εργασίας” και οι τηλεεργαζόμενοι. Λογικό, έτσι;
ΕΙΡΗΝΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ