“Ποια Ευρώπη θέλουμε;” Είναι μια ερώτηση συχνή στην οποία η απάντηση είναι συνήθως όσα δεν θέλει ο κάθε ένας. Δεν θέλει καρτέλ και λόμπυ, το ευρώ και τα μέτρα συνοχής, και, κυρίως, τους ευρωκράτες των Βρυξελλών και την γραφειοκρατία (παρεκτός και είναι στις Βρυξέλλες ο ίδιος ή επιθυμεί μια θέση στους γυάλινους πύργους τους). Πολλά τα λάθη, τα εξεπίτηδες και τα μειονεκτήματα της εισδοχής της Ελλάδος και άλλων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι “Ευρωσκεπτικιστές” θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα κράτος εν κράτει στην Ενωση που αγαπούν να μισούν. Μπορούν τα πράγματα να γίνουν καλύτερα; Πιστεύω πως ναι. Κι ένας από τους λόγους είναι τούτος:
Κάτι καλό θα υπάρχει στην ενωμένη ήπειρό μας. Κάτι που δυσαρεστεί τους Αμερικανούς, τους Κινέζους, τους εξαγωγείς εν γένει. Μια μεγάλη αγορά. Μια κοινή φωνή, αν κάποτε καταφέρουμε να την αποκτήσουμε. Και κάτι ακόμη. Αυτό το “κάτι” που έφερε τα ευρωπαϊκά κράτη στο ίδιο τραπέζι, και σταμάτησε τους Γερμανούς να σκοτώνονται με τους Γάλλους, τους Γάλλους με τους Αγγλους, και πάει λέγονοτας.
Τι είδαν λοιπόν εκείνοι οι Ευρωπαίοι και αποφάσισαν να φτιάξουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα; Τι είναι αυτό που δεν βλέπουμε εμείς; Κι αν έχει πολλά να διορθώσουμε, μήπως δεν είναι αυτό το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης που εγγυήθηκε επί μισό και πλέον αιώνα την ειρήνη μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών και την μεγαλύτερη και δημοκρατικότερη περίοδο ευημερίας που έχει γνωρίσει η ευρωπαϊκή ήπειρος στην πρόσφατη ανθρώπινη μνήμη;
Είδαν το ανώφελο των μεταξύ μας συγκρούσεων. Είδαν πως η ενότητα και η συνεργασία πρέπει και μπορούν να έχουν καλά αποτελέσματα για όλους. (Αν κάποιοι πολιτικοί δεν μεταχειρίζονται προς όφελος των πολιτών την εξουσία που τους έδωσαν οι ψηφοφόροι τους, δεν ευθύνεται βέβαια η Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά οι ίδιοι).
Η ακόλουθη ιστορία ρίχνει φως σε αυτή την επείγουσα επιθυμία για ευρωπαϊκή συνεργασία, μια επιθυμία που διαφεύγει από εμάς, τα παιδιά της ειρήνης και της μεταπολεμικής ευημερίας.
Το 1916, μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών έγραψε ένα μήνυμα ελπίδας που απευθυνόταν στις μελλοντικές γενιές και το έκρυψε στην οροφή ενός αγροτικού κτιρίου στην κατεχόμενη τότε από τα γερμανικά στρατεύματα Γαλλία. Το μήνυμα βρέθηκε μόλις 64 χρόνια αργότερα.
Το μήνυμα γράφτηκε στο αποκορύφωμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τοποθετήθηκε σε ένα μπουκάλι, το οποίο αντί να το πετάξουν στη θάλασσα, όπως οι ναυαγοί, εκείνοι οι ναυαγοί της ειρήνης, το έκρυψαν σε ένα αγρόκτημα στη Λωρραίνη, στα βορειοανατολικά της Γαλλίας. Το «μήνυμα του Φικελμόν», όπως ονομάστηκε, είναι μια σαφής υπενθύμιση της έννοιας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ηταν το 1981. Ενώ εκτελούσε κάποιες επισκευές στη φάρμα του στο Φικελμόν, κοντά στο Βερντέν, ο Φερνάν Μπουλανζέ βρήκε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι κρυμμένο στην παλιά στέγη του κτιρίου. Στην αρχή του φάνηκε σαν να περιείχε σνάπς, το τυπικό γερμανικό οινοπνευματώδες ποτό.
Όταν κοίταξε πιο προσεκτικά το μπουκάλι, ο Φερνάν παρατήρησε ότι υπήρχε μέσα ένα μήνυμα, τυλιγμένο σε κύλινδρο. Βρήκε επίσης μια σφαίρα τουφεκιού τυλιγμένη μέσα στο χαρτί. Ο Φερνάν ξετύλιξε το χαρτί και είδε ένα μήνυμα στα γερμανικά. Ήταν γραμμένο σε Spitzschrift (γραφή που χρησιμοποιούσαν οι αρχές όταν η περιοχή του Moζέλ ήταν γερμανική), το οποίο δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει. Μόνο η ημερομηνία, στην κορυφή της επιστολής, ήταν ευανάγνωστη: 17 Ιουλίου 1916.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στο σπίτι τους, ο Φερνάν και η σύζυγός του Mαντλέν έδειξαν το μήνυμα στον συνταγματάρχη Μισέλ Μαρσαλέκ, ο οποίος στη συνέχεια το ανέφερε σε έναν φίλο του.
Η έρευνα του συνταγματάρχη βοήθησε στο να αποκαλυφθεί το νόημα και το πλαίσιο του μηνύματος. Γράφτηκε από τον Λοχαγό Καρλ Βαλ από τη Σιλεσία (τώρα ανήκει στην Πολωνία), και υπογράφηκε από άλλους πέντε Γερμανούς στρατιώτες οι οποίοι εκείνη την εποχή ενσωματώθηκαν στη δεύτερη μοίρα του δεύτερου εφεδρικού συντάγματος των Ουσάρων του οποίου η προέλευση και η ταυτότητα επιβεβαιώθηκαν επίσης κατά την έρευνα. Τουλάχιστον ένας από αυτούς πέθανε στη μάχη.
Τι λέει η επιστολή; Οι συγγραφείς της εκφράζουν την απελπισία τους για το τρομερό τίμημα του πολέμου, τόσο μεταξύ των στρατιωτών όσο και μεταξύ των πολιτών και στέλνουν ένα μήνυμα ειρήνης και αδελφοσύνης στις μελλοντικές γενιές: «Η ουτοπία, και πιθανώς η Εδέμ, είναι μια ενωμένη Ευρώπη, η φιλία μεταξύ των λαών και η πραγματοποίηση της έκφρασης ότι είμαστε όλοι αδέρφια. Χαιρετίσματα σε σένα, ξένε, που βρίσκεις αυτό το γράμμα».
Από το 2009, το μήνυμα Φικελμόν αποτελεί μέρος της συλλογής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ρομπέρ Σουμάν στην πόλη Σαζέλ.
17 Ιουλίου 1916
Από τις 27 Ιανουαρίου 1915 έως τις 16 Ιουλίου 1916, τα μέλη της 2ης μοίρας του 2ου εφεδρικού συντάγματος των ουσάρων παρέμειναν στο φυλάκιο του κυρίου Μπουλανζέ στο Φικελμόν:
Δεκανέας Φραντς
Δεκανέας Γουαλ
Δεκανέας Πέσελ
Δεκανέας Γκίσεν
Ουσάρος Γκρίνεβαλντ
Ουσάρος Κράμερ
Από το Φικελμόν, πήγαμε, κατά τους μήνες Ιούνιο 1915 έως Αύγουστο του 1915, στα χαρακώματα κατά μήκος του ρέματος Ρενεσέλ που βλέπει προς το Χενεμόντ. Αργότερα καλλιεργήσαμε τα γύρω χωράφια και λιβάδια. Εκτός από τη στρατιωτική πίεση που βαραίνει όλους μας, νιώθουμε πολύ άνετα εδώ και η ανάμνηση αυτού του τρομερού πολέμου θα είναι για πάντα αχώριστη από τη φάρμα Φικελμόν.
Μέρα με τη μέρα, από το μικρό παράθυρο, βλέπαμε τον πυκνό καπνό της μάχης. Μπορούσαμε να δούμε τα αιματηρά θραύσματα των οβίδων στο βάθος στα ύψη και παρακολουθούσαμε τη νύχτα, με την αίσθηση ότι δεν μπορούσαμε ποτέ να αντιληφθούμε την απόλυτη και κουρασμένη αίσθηση του τρόμου, τον κύκλο των σφαιρών και τις λεπτές λευκές ακτίνες από τους προβολείς που έψαχναν φανταστικά τον ουρανό. Και μέρα με τη μέρα, ελπίζαμε απλώς για ειρήνη. Και αυτή η ειρήνη δεν ήρθε! Πότε θα έρθει;
Σήμερα, 17 Ιουλίου 1916, φεύγουμε. Σε άγνωστο προορισμό. Μήπως το τέρας του μιλιταρισμού χρειάζεται φρέσκο φαγητό; Πρέπει να υποταχθούμε. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα. Πρέπει να φύγουμε από αυτή τη χώρα που ορίζουμε ως το μακρινό μας μαντρί.
Ο πόλεμος είναι ένα σκληρά επικίνδυνο επάγγελμα και τα βάσανα που έπρεπε να υποστούν οι πληθυσμοί των κατεχομένων είναι μεγάλα, πολύ μεγάλα, γεννιούνται από ένα πικρό μίσος που προκαλούν οι ηγέτες, οι ισχυροί.
Εμείς οι στρατιώτες δεν συμμεριζόμαστε αυτές τις ιδέες. Απεχθανόμαστε τον πόλεμο και θέλουμε ειρήνη. Ποια πρέπει να είναι η κληρονομιά στα εγγόνια μας ως το τίμημα αυτού του παράλογου αγώνα, που πρέπει να στοιχειώνει τις καρδιές αυτού του κόσμου, για τα υπέρ και τα κατά, για τον ένα, ως προαίσθημα, για τον άλλο ως πραγματικότητα, ως ευτυχία και ως δυστυχία;
Η ουτοπία και η πιθανή Εδέμ είναι μια ενωμένη Ευρώπη, η φιλία μεταξύ των λαών και η εκπλήρωση της έκφρασης ότι είμαστε αδέρφια.
Γεια σε σένα, ξένε, που ανακαλύπτει αυτές τις γραμμές.”
Τα όσα είδαν και έζησαν εκείνοι οι νέοι, και εκατομμύρια Ευρωπαίοι σαν αυτούς, είναι όσα μας ενώνουν, όσα ζηλεύουμε από τα “αγριογούρουνα” της Δύσης, και ευχόμαστε μια μέρα να μπορέσουμε να προσφέρουμε και πάλι στους λαούς μας: την ενότητα, την συνεννόηση και την ευημερία.