Η εξελισσόμενη πολιτικοστρατιωτική κρίση στο Σουδάν, και η εκκένωσή του από τους εκεί παροικούντες Ελληνες ρίχνει φως στην αδιάλειπτη δημιουργική παρουσία του Ελληνισμού στην Αφρικανική ήπειρο από την αρχαιότητα.
Πλεγμένες στους ιστούς της απώτατης ιστορίας οι σχέσεις των Ελλήνων με τη Νουβία, πλέχτηκαν σε νέα σχέδια τα νεώτερα χρόνια με τη δημιουργία του Άγγλο-Αιγυπτιακού Σουδάν. Αιγυπτιώτες και Ελλαδίτες μετανάστευσαν μέχρι τα βάθη της αφρικανικής χώρας και υπό συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες έζησαν αρμονικά πλάι στο γηγενή πληθυσμό, ξεπερνώντας μαζί του ιστορικά πλήγματα όπως επαναστάσεις και εμφυλίους. Παράλληλα, μεταλαμπαδεύοντας για μία ακόμη φορά πολιτισμό σε πόλεις, πολίχνες και χωριά, δεν άργησαν να οργανωθούν δημιουργώντας κοινότητες, σωματεία, εκκλησίες και σχολεία, ενώ δεν ξέχασαν ποτέ τη μητέρα-πατρίδα, βρισκόμενοι αρωγοί έμπρακτης αγάπης και πίστης σε κάθε της κάλεσμα, σημειώνει ο Νίκος Νικηταρίδης. Πολλοί από αυτούς, ιδιατέρως στο νότιο Σουδάν παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες. Στον βορά οι ελληνίδες νύφες
Ομως η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή δεν ξεκινά τον 19ο αιώνα.
Οι σχέσεις των Ελλήνων με το Σουδάν είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά μακραίωνες και πολύ σημαντικές. Η πρώτη καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στη χώρα τοποθετείται στο 593 π.Χ. όταν σύμφωνα με τοιχογραφία στο Abu Simbel, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μισθοφόρων συμμετείχε στην εισβολή του φαραώ Ψαμμήτιχου Β’ στο σημερινό Σουδάν. Το 332 π.Χ. όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Αίγυπτο έστειλε στρατιώτες σε αναγνωριστική αποστολή στη Νουβία πιθανότατα για να εντοπίσουν τις πηγές του Νείλου. Το 540 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, έστειλε ελληνόφωνους ιεραποστόλους στα βασίλεια της Νοβατίας, του Μακουρά και του Αλουάχ, οι κάτοικοι των οποίων υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία τους. Γύρω στο 700 τα ελληνικά έγιναν η κύρια γλώσσα της Εκκλησίας της Νουβίας, τουλάχιστον για τους επόμενους πέντε αιώνες. Η στήλη θεμελίωσης του καθεδρικού ναού Φάρας στην Κάτω Νουβία που ανεγέρθηκε τον 7ο αιώνα είναι γραμμένη στα ελληνικά και τα κοπτικά. Η επίδραση των Βυζαντινών στην περιοχή της Νουβίας συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Στοιχεία που μαρτυρούν την παρουσία Ελλήνων στο σημερινό Σουδάν υπάρχουν και στα χρόνια των Μαμελούκων. Έλληνες βρίσκονται και μεταξύ των ξένων εμπόρων στο Σινάρ στα τέλη του 18ου αιώνα.
Οι Έλληνες στο Σουδάν τον 19ο αιώνα
Όπως αναφέραμε παραπάνω το 1821 ο Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου εισέβαλε στο τότε βασίλειο των Φουντζ. Αρχίατρος του στρατού του ήταν ο Δημήτριος Μπότσαρης, ενώ ανάμεσα στους άνδρες του υπήρχαν Έλληνες Αρβανίτες. Ο Δημήτριος Μπότσαρης μαζί με τον γιο του Μοχάμεντ Αλ Ισμαήλ σκοτώθηκαν σε ενέδρα από τον Μεκ Νιμίρ το 1822. Ο Μοχάμετ Άλι αφού κατέκτησε το Σουδάν φέρεται να έστειλε εκεί Έλληνες επιχειρηματίες, ανάμεσα τους τον Μιχαήλ Τοσίτσα το 1838 σε αναζήτηση χρυσωρυχείων, όπως και τον προσωπικό του γιατρό Σπύρο Λάσκαρη Μπέη. Τα επόμενα χρόνια Έλληνες από την Αίγυπτο μετοίκησαν στο Σουδάν. Ανάμεσά τους στρατιωτικοί, διερμηνείς, γιατροί, φαρμακοποιοί, οι οποίοι μάλιστα άνοιξαν πολλά φαρμακεία και έμποροι, οι οποίοι εμπορεύονταν κυρίως ελεφαντόδοντο, αλλά και δέρματα, φτερά στρουθοκαμήλου και αραβικό κόμμι (πρόκειται για την παχύρευστη κολλώδη ουσία που είναι γνωστή και ως γόμα). Ο Γεώργιος Δουλόγλου υπηρέτησε για χρόνια ως χειρούργος στις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Σκοτώθηκε στο Σουακίμ το 1883, μαζί με τον Γουίλιαμ Χικς Πασά.
Έλληνες έμποροι ήταν ανάμεσα στους Ευρωπαίους που πολιορκήθηκαν στο Χαρτούμ με τον στρατηγό Γκόρντον και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του Μάχντι στις 26/1/1885. Ένας από αυτούς, ο Δημήτριος Κουκουρέμπας (1847-1915) έγινε ο “amir” (<αραβ. amir, «στρατηγός, αρχηγός») των Ελλήνων που αλλαξοπίστησαν. Όταν οι αγγλοαιγυπτιακές δυνάμεις μπήκαν στο Ομπντουρμάν το 1898 βρήκαν 87 Έλληνες. Σύντομα ο αριθμός αυτός αυξήθηκε από Έλληνες που ακολούθησαν τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα και ασχολήθηκαν με την κατασκευή δημόσιων έργων ή δραστηριότητες κατά μήκος του Νείλου. Ένας από αυτούς, ο Κωνσταντίνος Μουρίκης (1867-1939) έφτιαξε ένα μαγαζί και ένα πορθμείο στον Λευκό Νείλο. Τελικά έδωσε το όνομά του στην πόλη που αναπτύχθηκε γύρω από την περιοχή. Πρόκειται για την πόλη του Σουδάν Kosti που ιδρύθηκε το 1899, βρίσκεται στο ΝΑ Σουδάν και το 1993 είχε 173. 559 κατοίκους.
Ο Ν. Ευαγγελίδης αναφέρει ότι Έλληνες κατοικούσαν το 1853 σε διάφορα μέρη του Σουδάν. Στο Χαρτούμ ζούσαν 153 Έλληνες, ενώ υπήρχε και πρόξενος, ο Νικόλαος Λεοντίδης από τη Λέρο. Και στο Κορδοφάν ζούσαν Έλληνες έμποροι, επιχειρηματίες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Μάλιστα ο Αγγλοαυστριακός Υποστράτηγος Rudolf Carl von Slatin Pasha (1857-1932) αναφέρει πως στη μάχη του Κορδοφαν, ηγέτης όσων πολεμούσαν κατά των Μαχντιστών ήταν ο Έλληνας Αλέξανδρος, ο οποίος τραυματίστηκε και πέθανε . Έλληνες, όπως ο Δημήτριος Τσιγαδάς, υπήρξαν και αλλού. Ο Βρετανός Τοποτηρητής της Αιγύπτου λόρδος Croucer αναφέρει με έκπληξη ότι στο Φαράς, πολύ μακριά από τις αιγυπτιακές προφυλακές, βρήκε έναν Έλληνα έμπορο που χρησιμοποιούσε ως πρόχειρο οίκημα και αποθήκη ένα μικρό σπήλαιο! Μετά την επικράτηση του Μάχντι το 1883, δέκα περίπου Έλληνες, ανάμεσά τους οι Π. Τράμπας, Δ. Κουκουρέμπας και Γ. Καλαματιανός προσποιήθηκαν ότι αλλαξοπίστησαν και όταν επιβλήθηκε στους Χριστιανούς ο γάμος, πήραν υπό την προστασία τους τις «Αδελφές του Ελέους» της Καθολικής ιεραποστολής. Ο Δ. Κουκουρέμπας παντρεύτηκε μια ηγουμένη, με την οποία μετά από 8 χρόνια απέκτησε παιδί ενώ ο Τράμπας έκανε «λευκό γάμο» με δύο καλόγριες.
Έζησε μαζί τους περίπου δέκα χρόνια, ως την απελευθέρωση του Σουδάν. Τότε παρέδωσε τις καλόγριες παρθένες στο μοναστικό τους Τάγμα και παρασημοφορήθηκε από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Σχετική αναφορά κάνει ο διάκονος Δ. Καλλίμαχος που ακολούθησε το 1910 τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο στο Σουδάν.
Έλληνες συμμετείχαν στην πολιορκία του Χαρτούμ από τους Μαχντιστές. Τόσο εξισλαμισμένοι, στο πλευρό του Μάχντι, όσο και Χριστιανοί στο πλευρό των πολιορκημένων του Γκόρντον. Όταν η πόλη αλώθηκε στις 26/1/1885, 47 από τους 54 Έλληνες του Χαρτούμ σκοτώθηκαν. Οι εφτά που γλίτωσαν κρύβονταν για αρκετές μέρες. Έπειτα παρουσιάστηκαν στον Μάχντι ο οποίος τους χάρισε τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα εξισλαμισθούν. Οι δύο, πελοποννησιακής καταγωγής, που αρνήθηκαν την εξωμοσία, αποκεφαλίστηκαν…
Κατά την ανακατάληψη του Σουδάν από τους Βρετανούς υπό τον Κίτσενερ σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων που ακολουθούσαν τα στρατεύματα ως έμποροι αλλά και ως μηχανικοί. Όταν ο αγλλοαιγυπτιακός στρατός κατέλαβε το Βέρβερ στις 6/9/1897 ο Άγγελος Καπάτος έστειλε από το Σουακίμ μετά από τηλεγραφική διαταγή του Στρατηγού Κίυσενερ καραβάνι 80 καμήλων με φορτίο διαφόρων εμπορευμάτων υπό τις οδηγίες των Γ. Λορεντζάτου και Σ. Καπάτου. Οι Έλληνες έμποροι είχαν μαζί τους δίκαννα κυνηγετικά όπλα και συγκρούστηκαν πολλές φορές με Μαχντιστές και ληστές . Ανάμεσά τους οι αδελφοί Λοΐζου από την Κύπρο, ο Μπαρμπαζάλας από την Ήπειρο που τροφοδοτούσε το στρατό με ψωμί και ο Β. Ανδριανόπουλος από το Καμάρι Τρίπολης που παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τη δράση του κ.ά. Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελλήνων και στην κατάληψη του Χαρτούμ.
Μετά το τέλος της εκστρατείας ο Κίτσενερ έδωσε προνόμια στους Έλληνες. Έτσι σε έναν από τους αδελφούς Λοΐζου έδωσε το αποκλειστικό προνόμιο της διανομής πάγου στο Χαρτούμ. Σύμφωνα με τον Ηλία Ζαβόλα φεύγοντας ο Κίτσενερ από την πόλη σταμάτησε στο μαγαζί του Λοΐζου έφιππος για να τον ευχαριστήσει και να τον ρωτήσει αν ήθελε κάποια χάρη: «Ο Λοΐζος απάντησε πως δεν θέλει τίποτα αλλά μετά από σχετική επιμονή του στρατηγού, ο Λοΐζος του είπε πως έχει μονάχα μια επιθυμία, ν’ ακούσει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας (σημ: είχε καθιερωθεί επίσημα το 1865). Κι έτσι ο Κίτσενερ έδωσε διαταγή στη στρατιωτική μπάντα να παίξει τον ύμνο ενώ εκείνος χαιρετούσε στεκούμενος προσοχή. Φυσικά η συγκίνηση και η υπερηφάνεια είχαν κατακλύσει τον Λοΐζο», γράφει ο Ηλίας Ζαβόλας. Η απελευθέρωση του Σουδάν έφερε πρόοδο και ευημερία στη χώρα. Οι Έλληνες, πρωτοπόροι πάντα, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Σουδάν και σύντομα έφτασαν τους 2.000.
20ος αιώνας: η άνθηση του ελληνισμού στο Σουδάν
Τον 20ο αιώνα οι Έλληνες κυριάρχησαν στο Σουδάν. Ο επίσημος οδηγός της παροικίας του 1922 γράφει: «Ο Έλληνας μεταπωλητής βρίσκεται παντού στο Σουδάν. Είναι ο κύριος καταστηματάρχης της χώρας και επίσης ο κύριος σύνδεσμος μεταξύ των μεγάλων αγοραστών προϊόντων στο Χαρτούμ και σε άλλα κέντρα και των ιθαγενών παραγωγών στην επαρχία».
Ελληνικές παροικίες ιδρύθηκαν: στο Χαρτούμ, στο Πορτ-Σουδάν, στο Ουάντι Χάλφα, το κυριότερο λιμάνι του Νείλου, στο Ατμπαράς, σταυροδρόμι δύο σιδηροδρομικών σταθμών, στο Ελ Ομπέιντ, στο Ουάντ Μεντάνι, πόλη του Κυανού Νείλου, στη Τζούμπα, πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν σήμερα όπου μεταξύ 1966-1969 ζούσαν 25 ελληνικές οικογένειες, στο Ουάου, στο Γκεντάρεφ, στο Σουακίμ, την Κασάλα και αλλού (σχετική αναφορά υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Νικηταρίδη «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», σελ. 134-135).
Οι Έλληνες ίδρυσαν εκκλησίες, σχολεία, καταστήματα κάθε είδους, ξενοδοχεία, διάφορα σωματεία (αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους κλπ.), ακόμα και θεατρικές ομάδες, λέσχες κλπ.
Στην ακμή τους, οι Έλληνες του Σουδάν ήταν περίπου 10.000. Από περιγραφή της Χλόης Ευσταθίου στον αλεξανδρινό «Ταχυδρόμο» τον Οκτώβριο του 1958, μαθαίνουμε ότι το αεροδρόμιο του Χαρτούμ ήταν και αυτό έργο του αρχιτέκτονα Στεφανίδη. Στους κεντρικούς δρόμους του Χαρτούμ υπήρχαν πινακίδες στα ελληνικά όπως «ταχύτης εν τη πόλει 40 χλμ.».
«Παντού ελληνικά καταστήματα με ελληνικότατες επιγραφές: «Ζαχαροπλαστείον», «Βιβλιοπωλείον» κλπ. Παντού ακούεται η ελληνική γλώσσα. Ελληνικές πλάκες (δίσκοι γραμμοφώνου) από τον Ραδιοσταθμό του Ομντουρμάν χάριν των Ελλήνων ακροατών, ελληνικοί κινηματογράφοι, όλα με έντονο ελληνικό χρώμα. Στις μεγάλες εθνικές εορτές όπως την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, Έλληνες και Σουδανοί θα τις γιορτάσουν μαζί… Ας σημειωθεί πως το 1956 χρονιά ανεξαρτησίας της χώρας ζούσαν στο Σουδάν 7.000 περίπου Έλληνες συμπεριλαμβανομένων και 1.000 περίπου Κυπρίων. Μπορεί τα νούμερα αυτά να φαίνονται ασήμαντα μπροστά στα 10.000.000 του τότε πληθυσμού (σήμερα είναι περίπου 47 εκ. και άλλα 11 εκ. στο Νότιο Σουδάν ) αλλά η πραγματικότητα είναι πως η ελληνική παρουσία ήταν ιδιαιτέρως έντονη ειδικά στο Χαρτούμ. Εκεί όλα τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα ξενοδοχεία, οι κινηματογράφοι και τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα ήταν ελληνικά…
Στη δε περίοδο του Μεσοπολέμου η μία από τις τρεις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν ήταν ελληνική», γράφει η Χλόη Ευσταθίου που τονίζει: «Γεγονός είναι ότι πολλοί Σουδανοί έχουν ελληνικότατη κατατομή και πολλές φορές γαλανά ή καστανά μάτια… Σημειωτέον ότι προ καιρού βρέθηκαν αρχαίες υδρίες κα χρυσά νομίσματα με το κεφάλι ενός ανδρός που οι αρχαιολόγοι αποδίδουν στον Μέγαν Αλέξανδρον».
Με τις εθνικοποιήσεις που έγιναν μετά την ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν άρχισε η παρακμή του ελληνισμού της χώρα. Στις αρχές του 21ου αιώνα ζούσαν στη χώρα 700 Έλληνες ενώ σήμερα ο αριθμός τους είναι πολύ μικρότερος.
(Κείμενο: Μιχάλης Στούκας. Ολόκληρο το άρθρο εδώ.
Πηγές:
-Νίκος Νικηταρίδης, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΔΑΝ», Εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ, 2017
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «ΧΑΝΕΜΠΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ Έλληνες κυρίαρχοι Αιγύπτου και Λιβύης», Εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ 2014
-Wikipedia, Εγκυκλοπαίδειες ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ και ΔΟΜΗ)
Το πρώτο ελληνικό σχολείο λειτούργησε το 1906. Στεγάστηκε σε νεοαναγειρόμενο κτίριο σε οικόπεδο της κοινότητας το οποίο αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών. Η αύξηση όμως του ελληνικού στοιχείου στο Χαρτούμ, δημιούργησε ζήτημα ανέγερσης νέου μεγαλύτερου σχολικού κτιρίου. Στα 1918 το πρόβλημα βρίσκει λύση, με τη βοήθεια ενός εκ των παλαιοτέρων παροίκων, του αείμνηστου Π.Τράμπα. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, δωρίζει στην κοινότητα τη διώροφη κατοικία του ώστε αυτή να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση του ελληνικού σχολείου με την επωνυμία “Τράμπειος Σχολή”.
Από το Σεπτέμβριο του 1922, το ελληνικό σχολείο,με την προσθήκη της έβδομης τάξης ( Α΄ Γυμνασιακής ), εγκαταστάθηκε στον πρώτο όροφο της οικίας που δωρήθηκε, ενώ στον δεύτερο όροφο εγκαταστάθηκε το τότε υφιστάμενο οικοτροφείο της κοινότητας.
Δυστυχώς όμως κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του, το σχολικό κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο από τις κυβερνητικές υγειονομικές υπηρεσίες. Με ταχύτατες διαδικασίες η επιτροπή της ελληνικής κοινότητας αποφασίζει την ανέγερση νέου σχολικού κτιρίου και για να μην έλθει σε αντίθεση με το πνεύμα και τη θέληση του δωρητού Π.Τράμπα, ονομάζει και το νέο σχολικό κτίριο Τράμειο Σχολή.
Τον Ιούνιο του 1923 θεμελιώνεται το σχολικό κτίριο και με την έναρξη του σχολικού έτους 1924-1925 μεταφέρεται το ελληνικό σχολείο και ξεκινά η λειτουργία. Αρκετά χρόνια αργότερα γίνεται η προσθήκη των Γυμνασίου-Λυκείου “Κοντομιχάλειος Σχολή”.
Σαπωνοποιία, αγροτική παραγωγή, εμπόριο. Αυτοί ήταν οι κλάδοι στους οποίους θριάμβευσαν οι Έλληνες του Σουδάν που πρωτοέφτασαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ιστορικός-ερευνητής, Αντώνης Χαλδαίος, συγγραφέας του βιβλίου «Η ελληνική παροικία του Σουδάν», ανέφερε ότι οι Έλληνες του Σουδάν πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων, στο πλευρό των ανταρτών, ήταν πετυχημένοι έμποροι και βιομήχανοι, δημιούργησαν κοινότητες σε όλη την έκταση του κράτους, το οποίο έως τον διαχωρισμό σε Σουδάν και Νότιο Σουδάν ήταν το μεγαλύτερο στην Αφρική.
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2017 στο Πρακτορείο, ο κ. Χαλδαίος είχε πει πως οι Έλληνες έφτασαν στο Σουδάν σε μικρούς αριθμούς, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή ήταν επαρχία του αιγυπτιακού κράτους. Ήταν γιατροί και μηχανικοί, που έφτασαν μαζί με τον αιγυπτιακό στρατό κι αργότερα κάποιοι έμποροι. Οι Έλληνες αυτοί είχαν σημαντική οικονομική δύναμη και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και πρωτοπόροι στο θέμα της εισαγωγής νέων μεθόδων στην αγροτική παραγωγή. Το 1885 οι Έλληνες πήραν μέρος στην υπεράσπιση της πόλης του Χαρτούμ, όταν ένας τοπικός ηγέτης Σουδανός, ο αυτοαποκαλούμενος Ελ Μάχντι (Ο Μεσσίας), προσπάθησε να αποτινάξει τον αιγυπτιακό ζυγό.
Οι Έλληνες μέσα στην πόλη του Χαρτούμ αποτελούσαν την επίλεκτη φρουρά του διοικητή της πόλης, του Βρετανού στρατηγού Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον. Ο Έλληνας πρόξενος, Νικόλαος Λεοντίδης, ορίστηκε από τον Γκόρντον ως αναπληρωτής κυβερνήτης και υπεύθυνος για να οργανώσει την άμυνα του Χαρτούμ, ενώ στους συμβούλους του Βρετανού κυβερνήτη ήταν και ο προσωπικός του γιατρός, Ξενοφών Ξενουδάκης.
Η πόλη έπεσε στα χέρια των ανδρών του Μάχντι, κάποιοι Έλληνες σκοτώθηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν, σύμφωνα με τις επιταγές του νέου καθεστώτος.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο αγγλικός στρατός μαζί με τους Αιγύπτιους αποφάσισε να ανακαταλάβει το Σουδάν, κάτι που έγινε εφικτό και με τη βοήθεια των Ελλήνων τροφοδοτών. Σε απόσταση χιλίων χιλιομέτρων μέσα στην έρημο με καμήλες, οι Έλληνες τροφοδοτούσαν τον αγγλικό στρατό με τρόφιμα και νερό.
Μετά την κατάληψη του Σουδάν από τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα, ξεκίνησε η μαζική είσοδος των Ελλήνων στη χώρα. Οι Έλληνες που έφτασαν την περίοδο εκείνη (οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από το Πλωμάρι) πήραν μέρος στην ανοικοδόμηση της χώρας. Στην Ερυθρά Θάλασσα άρχισε να χτίζεται καινούργιο λιμάνι, το Πορτ Σουδάν και οι Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν σε μεγάλους αριθμούς στις αρχές του 20ου αιώνα, δούλεψαν εκεί. Το 1905 είχαν έρθει στο Πορτ Σουδάν περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες εργάτες-τεχνίτες, οι οποίοι άρχισαν να χτίζουν σπίτια και κτίρια για την αγγλική διοίκηση και αργότερα καταστήματα και ξενοδοχεία.
Στον μεγαλύτερο αριθμό τους εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, όπου δημιουργήθηκε η πρώτη κοινότητα, το 1902. Λίγο αργότερα, το 1910, χτίστηκε ο ναός του Ευαγγελισμού. Ακόμη, κοινότητες δημιουργήθηκαν στο Πορτ Σουδάν στο Γουάντ Μεντάνι, στο Ελ Ομπέιντ, στην Κασάλα.
Το 1906 δημιουργήθηκε το πρώτο σχολείο το οποίο στεγάστηκε σε κτίριο που δώρισε ο Παναγιώτης Τράμπας γι αυτό και ονομάστηκε Τράμπειος Σχολή. Το 1926 δημιουργήθηκε γυμνάσιο, στο οποίο φοίτησαν και Έλληνες από χώρες της ανατολικής Αφρικής, όπου δεν υπήρχαν σχολεία.
Το δεύτερο μεγάλο κύμα, το οποίο βοήθησε να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός, ήρθε μετά το 1930, όταν η αγγλική διοίκηση έδωσε για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους κίνητρα για την εγκατάσταση Ευρωπαίων στο σημερινό Νότιο Σουδάν. Οι Έλληνες επωφελήθηκαν από τις ευνοϊκές συνθήκες και δημιούργησαν κοινότητες και στο νότιο Σουδάν, στην Τζούμπα (1926) και στο Ουάου (1939).
Χαρακτηριστικό για τους Έλληνες του Νότιου Σουδάν είναι ότι το γεγονός ότι σε ποσοστό σχεδόν 90% παντρεύονταν με ντόπιες, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές οι γάμοι ήταν κυρίως μεταξύ μελών της κοινότητας.
Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1956, μετά την ανεξαρτησία του Σουδάν, οι Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των ανταρτών του νότου που επιδίωκαν την αυτοδιάθεση τους.
Ο Ελληνικός Αθλητικός Σύλλογος δημιουργήθηκε το 1913. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν πρωταθλητής στο μπάσκετ είχε πολύ μεγάλη παρουσία στο ποδόσφαιρο.
Το τελειωτικό χτύπημα για την ελληνική παροικία ήταν το 1983 όταν επιβλήθηκε το καθεστώς της σαρία. Έστειλαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους εκτός Σουδάν, οπότε προέκυψε πρόβλημα ανανέωσης του πληθυσμού. Επιπλέον, οι Έλληνες ήταν η κύρια δύναμη στο εμπόριο των οινοπνευματωδών, από την εμφιάλωση μέχρι τη διανομή και την πώληση σε σούπερ μάρκετ και η απαγόρευση του αλκοόλ απεδείχθη μεγάλο πλήγμα στην εμπορική τους δραστηριότητα.